Lavender Nightsky

Το κρησφύγετο των ονειροπνοών

Η Αγάπη πονά. Σίγουρα από τις πιο κλισέ φράσεις του κόσμου τούτου. Αλλά ναι, έχει πόνο η Αγάπη. Όχι όμως με την έννοια που το έχουν στο μυαλό τους οι περισσότεροι: Αγόρι αγαπά κορίτσι ή vice versa, είτε μονόπλευρα, είτε ολέθρια, είτε απλά, καθημερινά.
Η Αγάπη κρύβει μέσα της τον πόνο όλου του σύμπαντος όταν δωθεί, αποσυρθεί, αναζητηθεί ξανά, ακολουθώντας αυτή τη σειρά. Διότι όταν αναζητηθεί ξανά, έρχεται η συνειδητοποίηση του τι πραγματικά ήταν. Ο μεγαλύτερος πόνος δεν συναντάται στη φάση της σύνδεσης, όπου ο ένας μπορεί να πληγώνει τον άλλο, ούτε συναντάται στη φάση της μοναξιάς όπου η έλλειψη της γεννά σακούλες κάτω από τα μάτια.
Συναντάται στη φάση της συνειδητότητας του εν ζωή θανάτου: Τώρα μπορώ να νοιώσω όπως ένοιωθες εσύ όταν μου έδωσες την απόλυτη Αγάπη μα όταν με χρειαζόσουν διπλα σου, ήμουν απούσα. Τώρα η Αγάπη σου με κατακλύζει. Κι αυτή είναι η ευχή και η κατάρα μου. Να βρίσκω τον τρόπο επιτέλους να αγγίξω την ανιδιοτελή Αγάπη μα να είναι πια πολύ αργά. Αυτός είναι ο πραγματικός πόνος της Αγάπης, λοιπόν. Η συντριβή που επέρχεται μέσω της αφύπνησης της διακρίσεως.

Πάει κοντά ένας χρόνος συνειδητότητας. Πριν από αυτόν πήγαιναν σχεδόν 10 χρόνοι που κινούνταν σε διαφορετικούς Χρόνους. Ο ύπνος δεν έχει υπάρξει καλός σύμμαχος μέσα στο χρόνο αυτό. Οι παρέες και οι φίλοι, το ίδιο, μα και πάλι ο πόνος υπερκαλύπτει κάθε πιθανή χαραμάδα στον τοίχο. Η μάλλον τα μάτια αυτά έχουν θολώσει και δε διακρίνουν τη χαραμάδα.

Ήθελα να γράψω πολύ περισσότερα. Εάν μπορούσα θα επισύναπτα όλα τα γράμματα...Τα 365, είτε σε χάρτινη είτε σε αιθέρια μορφή...Αυτό είναι φυσικά αδύνατο όμως. Οπότε θα κλείσω αυτό το μικρό γράμμα (γιατί μόνο ένα πυκνό σημείωμα πρέπει στην άπειρη πυκνότητα Αγάπης που άγγιξα φευγαλέα, στον απέραντο ωκεανό της ύπαρξής ή της ανυπαρξίας).

Σε ευχαριστώ. Για όλα αυτά που ήμουν. Για όλα όσα με έκανες, για όλα όσα υπάρχω (ή είμαι;), για όλα όσα θα ακολουθήσουν την αβέβαια συντομοτέρα οδό μου.

Ίσως μου λείψεις ακόμα περισσότερο. Ίσως ο χρόνος, οσο κι αν έχει τηρήσει τον όρκο του Ιπποκράτη, καμπυλωθεί πάλι γύρω μου κάποιο βράδυ που η μουσική στέκεται λίγη και η σιγή πολλή... Ίσως αύριο μπορέσω να σε ξανααντικρύσω με την Αγάπη που σου πρέπει και μου πρέπει. Και Μας πρέπει, εάν θέλουμε να θεωρουμε τους εαυτούς μας όντα που κοιτούν ψηλά.
Γυμνή από τα "γιατί" και τα "αλλά".

"Είναι νωρίς ακόμη μες στον κόσμο αυτόν αγάπη μου

Να μιλώ για σένα και για μένα.


You have started becoming a necessity
The vastness of your blue engulfing me
The transparent poison flowing in my veins
The casual ride at midnight
A cigarette, ever-burning, ever-loathed
And I'm starting to see the bottomless pit

I have to retain myself from swimming
And it's so hard to do so
For seas always call for their offspring

This curse of ever-expecting passion
Of knowing how to be the unattainable
Of receiving glimpses of eternity from other hands
Those hands and shoulders...
Which lately have started to matter
Is it growing up?
Is it growing over?Growing wicked?...

One word and I would drown myself
Into the dirty blue of your sorrows
One touch, my homecoming escapism
Twice the looks that ignite combustion
Three times, I let everything pass me by...

And I focus on the future I've painted
Long ago, as a child
As I wave goodbye...

Eίναι τα βράδια που παλεύω με το σύννεφο
Μα εκείνο αιωρείται πάνω απ'το κεφάλι μου
Τότε τρυπώνεις στην κάμαρα μου
Μπερδεύεσαι στα μαλλιά μου
Και μου τραβάς απαλά τα σεντόνια
Μα δε μιλώ για σένα
Ούτε μιλώ σε σένα
Μόνο που αντί για κεφάλι έχεις αυτό το σύννεφο
Κι εγώ διακρίνω μόνο το σώμα σου
Τα μπράτσα, τους δυνατούς γλουτούς
Και ό,τι κατοικεί σε τάφρο υποθαλάσσια
Τότε ανοίγεσαι κι εγώ μπαίνω με φόρα
Αλλά γρήγορα πάλι σε βαριέμαι
Και το βάζω στα πόδια σαν κλέφτης
Κρύβομαι στο πεντάγραμμο μιας ακροθαλασσιάς
Μα δε βρίσκω το "ε" και το "α"
Μόνο ένα αφορισμένο "π"
Που ορίζει κύκλους ανά εποχές που αλλάζουν
Κάποιος έχει για ταβάνι αυτά τα σύννεφα
Κάποιος με περιμένει
Κάπου υπάρχει ένα πιάνο χωρίς λα δίεση
Με κρατά αιχμάλωτη μια μινόρε κλίμακα
Σε μια ζωή γεμάτη διφωνίες
Τις διαφωνίες μας δε θα τις άντεχες

Άκουσε με αλλά μη με αφήσεις
Θέλω να ζήσω αυτή τη γλυκιά παράνοια
Θέλω το παλαιό και το νέο κύμα
Θέλω να φορέσω το άρωμα του δωματίου σου
Θέλω τα θέλω και τα μη
Μα εκείνο που δε θέλω είναι το ποτέ
Και λίγο από το πάντα.


Γκρίζοι ουρανοί του Μαΐου
Θολώνουν το ταβάνι μου.
Γκρίζοι αποχαιρετισμοί
Θολώνουν τα μάτια.
Ένας ανελκυστήρας αισθήσεων
Κάνει βουτιά στην άβυσσο
Και οι ώρες αναβλύζουν με οργή.

Φαίνεται το καλοκαίρι αργεί
Καθυστέρησε σε κάποιο τελωνείο
Χρώμα, δε φαίνεται
Τέντα σκληρή και μας σκεπάζει
Όμως στο νου οι ακροθαλασσιές
Και κάποιο δειλινό, δειλό
Όπως δειλά σέρνεται η ανάγκη.
Η ανάγκη μου για δειλινά.

Φαίνεται ο Περσέας κοιμάται
Επάνω στα τσιμέντα και τη σκόνη
Να βρέχει φως, δε φαίνεται
Μόνο ομίχλη να γεννά σιωπές
Όνειρα για αεροδρόμια ή φάρους
Βυθοί και σύννεφα, νερό κι αέρας.
Μα χώμα μόνο πάνω μας.

"Θα μείνω πάντα ιδανικός κι ανάξιος εραστής
των μακρυσμένων ταξιδιών και των γαλάζιων πόντων,
και θα πεθάνω μια βραδιά σαν όλες τις βραδιές,
χωρίς να σχίσω τη θολή γραμμή των οριζόντων."

QRK- Πατέρα, με λαμβάνεις; Έλα να σου βάλω ένα ουισκάκι να τα πούμε. Διαβάζω για το φίλο σου...Τόσα χρόνια μετά, αξιώθηκα. Πατέρα, δεν είχα καταλάβει. Δεν είχα καταλάβει πόσα μου έλεγες. Δεν είχα καταλάβει πόσα ήθελες να μου πεις. Ήμουν μικρή, συγχώρεσε με...Πατέρα, Sierra-Oscar-Sierra. Περνάει η ζωή μου και δεν καταλαβαίνω πόσο μου λείπεις. Κάποτε της είχες πεί "Μη τη φοβάσαι αυτή, είναι Ήλιος". Προς το παρόν μένω όμως ο ιδανικός κι ανάξιος εραστής. Και μπροστά μου ένας ωκεανός αλήθειας, τον ορίζοντα του οποιόυ δε θα σχίσω ποτέ.

"Μα ο εαυτός μου μια βραδιά εμπρός μου θα υψωθεί
και λόγο ως ένας δικαστής στυγνός θα μου ζητήσει, 
κι αυτό το ανάξιο χέρι μου που τρέμει θα οπλιστεί, 
θα σημαδέψει κι άφοβα το φταίχτη θα χτυπήσει."

Φοβάμαι μπαμπούλη μου. Φοβάμαι ότι χάνω το τραίνο που μου έλεγες. Όμως σε έχω δίπλα μου συνέχεια. Σε βλέπω κάθε μέρα μέσα στα μάτια της. Κουκί ήταν κι έσκασε η μικρή. Έχει την καλοσύνη σου, τη γεναιοδωρία και την αυτοθυσία σου, το πεισμα και τον εγωισμό σου (ίσως βέβαια αυτό τον έχω λίγο παραπάνω εγώ). Μου δίνει τα λεφτά της να τα φυλάω, όπως έκανες κι εσύ στην αδερφή σου, όπως έκανε κι ο συνάδελφος σου στη δική του αδερφή, το πιστεύεις; Μοιάζετε τόσο τελικά εσείς οι ναυτικοί...

Δε σέβονται όμως, πατέρα, δε γνωρίζουν. Ούτε θα έχουν την τύχη να μάθουν ποτε. Έχουν αλλάξει. Έχουμε αλλάξει. Τα scroll down μας πήραν τα καλύτερα ταξίδια του μυαλού. Είμαστε αριστεροί, θεωρητικοί, γιατί φανταζόμαστε. Δε ζούμε. Εσείς ζήσατε. Τα βλέπεις άραγε πατέρα; Ίσως καλύτερα κιόλας που δεν είσαι εδώ γιατί εσύ κανέναν δε μισούσες στον κόσμο να σκοτώσεις... Για μαραμπού πηγαίναμε αλλά γίναμε κοράκια που κάνουν μόνο κύκλους πάνω από το ψοφίμι. Εβρίδες δε θα πιάσουμε ποτέ και το Αλγέρι θα μείνει μόνο το όνειρο κάποιου Ξένου...

Λοιπόν, ο φίλος σου, ο Henry Miller, ο Ελύτης (και τόσοι άλλοι), διαφορετικοί πολύ όλοι αλλά ένας κοινός παρονομαστής, συνοψίζουν μια διαπίστωση μου σε μια Ιδέα:

"Τρία πράματα στὸν κόσμο αὐτό, πολὺ νὰ μοιάζουν εἶδα.
Τὰ ὁλόλευκα μὰ πένθιμα σχολεῖα τῶν Δυτικῶν,
τῶν φορτηγῶν οἱ βρώμικες σκοτεινιασμένες πλῶρες
καὶ οἱ κατοικίες τῶν κοινῶν, χαμένων γυναικών.

Ἔχουνε μία παράξενη συγγένεια καὶ τὰ τρία
παρ᾿ ὅλη τὴ μεγάλη τους στὸ βάθος διαφορά,
μὰ μεταξύ τους μοιάζουνε πολύ, γιατὶ τοὺς λείπει
ἡ κίνηση, ἡ ἄνεση τοῦ χώρου καὶ ἡ χαρά."

Είχατε που λες την Κίνηση, την Άνεση του χώρου και τη Χαρά. Και το ταξίδι που γεννά το όνειρο καθώς και το όνειρο που γεννά το ταξίδι. Είναι μια λωρίδα Mobius τα δυό, βλέπεις.
Και σήμερα τι έχουμε; Μέρες που περνούν γεμίζοντας ανάσες την απουσία. Και την απουσία σου.

Δε θέλω να σου πω άλλα προς το παρόν μη σε κουράσω. Δε θέλω να ταράξω τη γαλήνια πορεία σου σε όποια Ανδρομέδα διαβαίνεις τώρα. Μόνο να σου ζητήσω, την προσευχή μου, να έρχεσαι στον ύπνο μου. Να με γεμίζεις με το λευκό αφρό των κυμάτων, τα κραξίματα των μαραμπού, το ιώδιο στο στόμα μου μαζί με το πετρέλαιο της μηχανής στη μύτη μου, τη σιγή του ασυρμάτου. Τα δέντρα, το άσπρο του ασβέστη, τη φωνή σου που δε θυμάμαι πια, το παραπάνω φιλί που πάντα εύχομαι να σου είχα δώσει εκείνο το βράδυ πριν με καληνυχτίσεις...

"Χωρίς καπετάνιο ξεκινάει το καράβι, χωρίς μαρκόνι όχι."

Λόγια δικά σου. Καπετάνιος λοιπόν δεν υπάρχει, μόνο τα σήματα.
Αν μου επιτρεπόταν μια τελευταία ευχή θα ήταν να σε βρούμε σε κάποια συχνότητα του ασυρμάτου. Να μας στείλεις τις συντεταγμένες να μη γκρεμιστούμε σε ύφαλο. Να μας οδηγήσεις στο λιμάνι που ξεκουράζονται οι ταξιδιώτες των αφρισμένων θαλασσών και των θολών οριζόντων...

Καληνύχτα πατέρα.




There are open wounds underneath this city
And they fester with rats and poison.
We are the generation of implants.
Thrown in the trash can.
Should the wound reject us.
We believe in deities long since forgotten.
We climb ladders, step on snakes.
Feed the flesh and cleanse the urges.
And when the night calls us, we deliver our spirits
From cradle to grave we crawl
The purpose is the same
Only the frequencies differ
The creative life, the sewers
The story of a moth turning to soil
The mind fed by necessities and opportunities.
All tales and mysteries annihilated
Indifference lurks everywhere
Let us mourn for the sleepless nights.
Let us mourn for the gap in our stomachs
We used to feel something there once
When the wind howled
Under the Milky Way
Amidst the waves engulfing the shore

The wind is dead, no more sailing
Summer will soon be over
Eyes red, no longer shed a tear
This fresh winter shall receive no welcoming gift.

Ήρθε πάλι και στοιχειώνει τα όνειρα μου
Η μορφή της, ξαπλωμένη στο πάτωμα.
Και η κούπα πάνω στο τραπέζι
Με λίγο από το ροζ κοκτέιλ ακόμα μέσα
Κι η ανάσα της γαλήνια να φιλά τον αιθέρα

Έπειτα το τηλέφωνο, η βοήθεια, η ώρα
Σειρήνες και η απέραντη σιωπή

Κι είδα και το σταυρό που προσευχόμουν
Να την κρατήσει ζωντανή
Κι ένα μικρό χεράκι που κρατούσα.
Αν έκλειναν πάντα τούτες οι πληγές ,
ο σταυρός θα καιγόταν από ντροπή.

Κι έρχονται στον ύπνο μου ξανά
Εκεί που νομίζω ότι η ζωή θα έχει μόνο ζωή
Εκεί που πίστευα ότι όλα αυτά δεν είμαι εγώ
Είναι πιο εγώ από εμένα
Και πιο αληθινά απ' τις σκιές μας

Και τώρα που η μέρα κλείνει γύρω μου
Γίνομαι εκείνη.

Βαδίζω στο χείλος του φαραγγιού
Γύρω της κάνω κύκλους σαν κοράκι
Φιλάω το μέτωπο της και κρατώ την κούπα
Και πριν σηκώσω για να πιω ακούω τη φωνή της
"Μην του παραδώσεις την ψυχή σου"

Έχω ψυχή; Είναι ο εγωισμός;
Η κούπα είμαι Εγώ. Την πίνω κάθε μέρα.
Μέχρι τελευταία γουλιά.
Μέχρι να τη δώσω στο δικό μου σπέρμα.
Μέχρι να τελειώσω το ποίημα.

About

Εδώ βρίσκουν καταφύγιο τυχαία όνειρα και σκέψεις.

The Singing Pervert

Lost Souls

The Ocean

The Ocean
The Beginning, the End