Lavender Nightsky

Το κρησφύγετο των ονειροπνοών

Everything is gone

Left her body covered with stains...
Everything that tries to be something eventually turns up something else.
Everything but colours.They stay the same in every dimension.
Red is the same.So is green and blue.
There's some symmetry in broken bonds
The mirror.One's self's the reflection of the other's decay.
The wolf is outside the door.
Nowhere to hide now.
Nowhere...


3.05 π.μ.

Παγκάκι.Κέντρο Αθήνας.
Της κρατά το χέρι σφιχτά
Μάτια κενά,ματιές πλάνες
Κρύο και καταχνιά
Ομίχλη απ΄τις ανάσες
Βλέμματα άδεια.Ξανά.
Και στο βάθος κήπος.
Γέλια και φωνές προνομιούχων.
Βουητά αμαξιών.
Αντανάκλαση του Γρηγόρη στην άσφαλτο.
Κρίση αξιών
Κρίση αυτοπροσδιορισμού
Και το χέρι της τρέμει...
Τη ρωτά τι θα κάνουν
Τον ρωτά αν μπορεί...
Σιωπή για λίγο,μετά δάκρυα
Μετά πόνος,μετά οργή
Στέρηση προσδοκιών.
Πραγματικότητα που δεν τους ανήκει
Απόηχοι ενός άρρωστου παραμυθιού
Παγκάκι και χαρτομάντηλο
Η ζωή στην πόλη
2011 μ.Χ.Πολιτισμός!
Πολιτισμένα σαπίζουμε...

Μην κλαις μικρή
Θα σε προστατεύσει
Η αγάπη μπορεί
Ίσως αυτό διδάσκει αυτό το φιάσκο
Ότι η αγάπη είναι εκεί
Ή ότι δεν υπάρχει πουθενά...
Σφούγγισε τα δάκρυα
Κοίτα τον ουρανό του νέφους
Φαντάσου ότι βλέπεις τ'άστρα
Προστασία της ουράνιας σκεπής
Ζεστή η αγκαλιά της φαντασίας.
Γλυκιά η μυρωδιά του ονείρου
Κράτα τη σα φυλαχτό
Κι εσύ κι ο φίλος σου
Θα έρθουν άλλες μέρες
Ίσως και νύχτες...
Όμως σε εσάς δεν υπάρχει σκοτάδι
Σε εσάς,μόνο δύναμη.
Το χρήμα είναι ψευδαίσθηση
Η ευημερία,μια φάλτσα νότα
Οι δουλειές παγωμένες λίμνες
Κάντε πατινάζ σε κάτι πιο στέρεο
Το παγκάκι.Τις 3.05.
Τα μάτια του άλλου.
Τους κοφτούς χτύπους της καρδιάς
Εκεί είναι η παράδοση
Εκεί η δημιουργία
Και η πόλη,μόνη...
Κρυφός εραστής της προδοσίας
Γραμμόφωνο avant-garde βίας.
Φύσα τη σκόνη αγόρι
Γύρνα την κιτρινισμένη σελίδα
Σήκωσε τη μικρή στους ώμους σου
Πέτα τη ψηλά...
Εγκαταλείψτε το ενυδρείο
Έχει σπάσει το γυαλί και το νερό τρέχει
Αργά...Βασανιστικά...
Ήρεμα και με εθιστικό ήχο...

"Κρυώνω...",ψιθυρίζει
"Τα χείλη μου φωτιά"
Της απαντά...
Το πρόσωπό της αλλάζει
Πρώτη φορά μέσα σε 5 μήνες
Γέρνει στον ώμο του
Οι ήχοι της πόλης σβήνουν
Οι δρόμοι αδειάζουν
Ο χρόνος ακίνητος στο παγκάκι.
Στεγνό πια και το χαρτομάντηλο
Χαμόγελο-ελπίδα
Το κάρβουνο της νιότης...


Διέσχισα τη γέφυρα
Στο όνειρο μου
Και στην απέναντι πλευρά ήσουν εσύ
Δίστασα να τρέξω να σ'αγγίξω
Γιατί τα όνειρα αν τ'αγγίζεις χάνονται
Μόνο σε κοίταζα μέχρι που χάθηκες
Έγινες ένα με το φως
Η σκόνη που βλέπουμε μέσα από μια αχτίδα...
Μετά σε έψαχνα,σε φώναζα
Ώσπου τα πνευμόνια μου με καίγαν
Αποκαμωμένη,έπεσα τότε να κοιμηθώ
Και σε είδα...
Ήσουν εκεί,δίπλα μου.
Η ανάσα σου έκανε το γαλάζιο σεντόνι να ιδρώνει
Τα μάγουλα σου να φιλούν στοργικά το μαξιλάρι
Κι εγώ να βυθίζω το χέρι στα μαλλιά σου
Δάχτυλο και μπούκλα,μια αγκαλιά
Όπως είχα βρει κάποτε την ακτινιδιά με την κληματαριά
Αγκαλιασμένες,δύο κορμοί πλεξούδα
Στον κήπο μου
Μέσα σε ατέλειωτα παρτέρια
Και όλα τα ξανάδα σε εκείνη τη στιγμή
Τις τριανταφυλλιές,την Ιτιά,τις πορτοκαλιές
Ακόμη και τις κολοκύθες...
Που περίμεναν στωικά την Σταχτοπούτα τους
Η γέφυρα όμως δεν υπήρχε
Εσύ την έχτισες
Και το ποτάμι εσύ το ζωγράφισες
Για να έρθω να σε βρω
Και ξανά σε είδα απέναντι να μου χαμογελάς
Το νερό ήταν μαύρο και βαθύ
Όμως εγώ δε φοβόμουν μη σε χάσω πια
Πέρασα τρέχοντας τη γέφυρα και έπεσα στη αγκαλιά σου
Κι αγκαλιασμένοι στριφογυρίζαμε σε μια μυρωδάτη δίνη
Βλέποντας μόνο λευκό γύρω
Έτσι γίνεται εξ'άλλου με το ουράνιο τόξο όταν τρέχει
Και λίγο πριν τα σώματα μας γίνουν άστρα...
...πέσαμε
Το ποτάμι μας τύλιξε,αγκαλιά
Όμως δε βυθιστήκαμε
Γιατί χάθηκε στη λήθη η εικόνα του βυθού
Στη θέση της ήταν μόνο απέραντο γαλάζιο
Και κάτι μικρές άσπρες βουλίτσες πάνω του
Επιφάνεια τρυφερή και οικεία,ύφασμα απαλό
Ζεστό ακόμη από την υπνοβάτισσα ανάσα σου...

Άδεια. Αδειότητα, αδειοσύνη, αδειανότητα.Αηδιότητα.Αηδία. Father deliver me.I'm ready to be received.Από τα πιο σκοτεινά καταγώγια του μυαλού...Να οι πιο φωτεινές αυταπάτες.
Πως να γράψω για ουράνια τόξα όταν υπάρχουν οι γαμημένες μαύρες τρύπες;
Je comprends tous mais j'espere rien.Με άδειασαν.Ζω μόνο μέσω αυτού του λόγου του παραλόγου.Φτερά;Δεν είχα ποτέ.Αλλά έχω απελευθερωθεί.Δε ντρέπομαι πια.Είμαι κάτι άλλο.Περήφανο.Ή ψωροϋπερήφανο.Και τέλοσπάντων,μόνο τα ζόμπι μείνανε.

Στο σταμάτημα της ώρας αν ο κέρσορας σβήσει θα φύγω.Δεν πρέπει να σβήσει τίποτα.Πρέπει να το πυροδοτήσω εγώ.Μπαρούτι λοιπόν και σπίρτα.Σπίρτα που βάλανε φωτιά στην άγρια αυτή ώρα.Και να φανταστείς ποτέ δε μ'άρεσε να γράφω ασυναρτησίες.Θέλω όμως αυτή τη φορά να γράψω για μένα.Καθαρά για μένα.Μόνο για μένα.Εγώ και ο Μεγάλος Αδερφός.Εγώ και εγώ.Τίποτ άλλο και κάτι ακόμα.
Κουράστηκα.Θέλω να σταματήσουν όλα.Θέλω να ζήσω.Θέλω να τρελαθώ από ευτυχία.Να με χτυπήσει η χαρά τόσο βίαια ώστε να ματώσει κάθε μάγουλο μουλιασμένο απ'το κλάμα.Θέλω να ξεχάσω.Θέλω να κοιμηθώ.Ας γίνω λάχανο.Και που το πρόβλημα;Ας είμαι Υπερείδης.Και που το κακό;Εγώ τουλάχιστον υπάρχω.Αρρωστημένο μεν να υπάρχεις μέσω αυτής της φιλοσοφίας.Αμπελοφιλοσοφίας.Και δίχως δίδαγμα κιόλας.Αλλά με μια αρρωστημένη χαρά.
Ό,τι υπάρχεις.
Ε λοιπόν ποτέ δεν το κατάλαβα αυτό.Χαρά του να υπάρχεις.Δεν υπάρχει η χαρά του να υπάρχεις.Η χαρά είναι μόνο να υπάρχεις όπως θες.Τι Θεοί και αμαρτίες,παραμύθια της Χαλιμάς.Εξόριστοι...ΟΙ εξόριστοι.Από έναν κόσμο που σε μίσησε.Σε μάσησε και σε έφτυσε και σε πατάει καθημερινά.Λες και κάθε μέρα ήσουν υποχρεωμένος να τους νοιώθεις.
Άδεια...Άδεια...Ψυχρή νύχτα Σεπτεμβριανή.Melancholia in Septembre.Βρε τι σου κάνει το φθινόπωρο.Ή μήπως πλησιάζει το 2012 και είναι σημάδι;
Σκορπάω τις κατάρες μου ολούθε.Όχι ότι τις πιστεύω.Απλά εξατμίζεται το ξύδι λιγάκι.Έτσι για να πλησιάσει ύπνος τα κουρασμένα τούτα βλέφαρα.Και ποιος ο λόγος δηλαδή;Έτσι κι αλλιώς ένας κλώνος μέρα θα ακολουθήσει αύριο.Και να που j'espere rien.Το βιογραφικό μου έπρεπε να το γράφει αυτό.Είναι το πιο σημαντικό κομμάτι.Ή μήπως λέω ψέματα στον εαυτό μου και j'espere;
Δε σταματάω...Όχι δε σταματάω...Αφού είμαι άδεια πως γίνεται να είμαι τόσο γεμάτη;Α ρε Peppino...Ιταλοί ερωτύλοι.Α ρε κόσμε ερωτύλε.Έχεις συνδυάσει τα πάντα με τον έρωτα.Δε νομίζω όμως στις σπηλιές μες το κρύο να είχαν χρόνο να σκεφτούν για ερωτισμούς και μυξούλες.Εντάξει,δε γύρισα και στη σπηλιά.Αλλά καλύτερα να γύριζα.Τον μοντερνισμό τον πληρώνουμε ακριβά.Την κατανάλωση; Δεν την πληρώνουμε καθόλου γιατί δεν έχουμε.Οπότε τα γεμάτα στομάχια και τα ακριβά αρώματα θα εκλείψουν. Τι να το κάνεις το αποσμητικό;Λίγδα και πανικός από 'δω και στο εξής...
Αχ βρε Peppino...Όμως ο έρωτας..Η αγάπη...Γεμίζει το στομάχι;Σε κάνει να αισθάνεσαι καθαρός;Μήπως σου βουλώνει και τη μύτη;Η ακόμα καλύτερα σου βάζει κάτω απ'τη μύτη τριαντάφυλλα;Έτσι λένε...Δεν έχω δει ιδίοις όμασι αλλά καλομελέτα...
Βαρέθηκα.Σιχάθηκα.Άδειασα.Ξανά.
Μαύρο.
Είμαι γραφική;Cheesy;Wannabe γοτθούλα;
Λοιπόν ας είμαι.Ούτως η άλλως κανείς δε με ξέρει για να με κρίνει.Πόσο μάλλον εγώ.Η παντογνώστης.Η αψεγάδιαστη.Αλλά κατά τα άλλα μαύρη.
Μαύρο.
Απουσία χρώματος.Έτσι είναι.Γιατί όταν δεν έχει γνωρίσει κάτι δε σου λείπει κιόλας.
Όταν έχει γνωρίσει σου λείπει.Άρα μαύρο.Αφού λείπουν οι μέρες.Όταν ξανάρθουν,τα ξαναλέμε.
Θα σας ενημερώνω να μη μου ανησυχείτε αν ζω.Κατά πάσα πιθανότητα θα ζω.Για καιρό ακόμα.Ή και όχι.Όσο με χρειάζονται.
Καλημέρα.Αγάπη,μέρα.Λευκό και κόκκινο.Καλημέρα.Έλα...
Έλα.
Έλα.
Έλα.


A poem never meant to meet its instigator
A word lost in the very power of speech
Diverging from what we like to call Creator
I let my thoughts bleed and beseech

My spirit,a reflection,weaker than ever
a soul that constructs its own altar to burn
And as I put trust on my final endeavour
I prayed once more for Belphegor's return

For I was satisfied once in my ignorance
I hadn't known my wings were of wax
My exposure was soon followed by decadence
And gently my wings melted from facts

I wished long for destruction and anguish
But when plague came on my Stranger's way,
I felt empty like I'd never been selfish
Enough to flee from my judgment day

By my own mind I am declared outcast
For my heinousness it's late to repent
Only sailing accross the oceans of past
Keeps me alive in the mire of present


Caress your soul and keep it clean
Try not to immerse it into fight
Riots are for the dreamriders
And those who can't see light

Weren't you a dreamer once?
Weren't I a restless imp?
Now we write about fairies
As quills break on undrying ink

Boiling water surrounding me
And a crater,exhailing mud and dust
Yet all I do is gaze at galaxies
And tie my seatbelt steadfast

Would you call yourself inactive?
Would you take up all the guilt?
I,for once,made vows of nothing
And promised myself I wouldn't quit

Once you thought you were different
Once I thought I could be sane
Now we are waving flags to tyrants
Draining blood from a promising vein

All that is left,a lethal passion
Enjoying life,a devouring madness
Every white dove I meet is murdered
Leviathan grows,destroying my kindness

Thus here I stand,beneath hell's tides
And watching as the ship goes down
I play my harp to soothe the pain
Of those who are about to drown...


"About us.At present"



-Forgive me father for I have sinned.
-And what is your sin my child?
-A devouring obsession. A lethal thought.
Nightmares and tears. Fear and angst.
-What lies behind all of these?
-A woman. A creature of devil if not of God.
A succubus in the form of a siren. Accomplishment. Happiness.
All that I can not possess.
I see her in my dreams. She's always there. Haunting me.
She is me. I am her. Yet she is not me. And I am not her.
I am a photograph. She is the negative image.
Holy father,I make evil thoughts that have no relation with God.
In my dreams I kill her. I see her dead, gone forever from my life.
And I am happy. I am full. For I am what I am again.
I want to get rid of this obsession. I want to bring myself back to the right-hand path.
But how can you kill a dream? How can you excommunicate someone you don't know?
I lead a sacramental life. I accept God in my heart. I am pure. Except...in my dreams.
In my dreams I am a red-eyed beast. An assasinator. A crow.
And I sometimes fear that this may become reality.
That a demon may take my soul, what once was whiter in me.
I am a nothing. I have lost my life. I want it back.
Evil in various forms penetrates my thoughts.
And I feel it stirring my innards. And I swirl in a coil.
Father help me. Help me get rid of this leecherous foe that has poisoned my mind.
-How long has it been since your last confession child?
-I have never again confessed father.
Father,she's always there.She steals everything that belongs to me.
Or was it never mine?I don't know.I can't tell anymore.
I have lost all connection with the Sun that once was there.
Where it once was is now a black hole.And I need to fill it up.
Father,I need to fill it up.With something unique.
Something...To help me believe in me again.
To believe I am...
-Pray to God that He will lend you His grace. That He will save you.
That He will help you get rid of the beast. Pray constantly. Pray along fasting.
And come again for a confession soon.
-But Father...
-Ego te absolvo.In nomine Patris et Fillii et Spiritus Sancti.Amen.






Προσπαθούσα να βρω ένα στίχο.Έψαχνα απεγνωσμένα από σκόρπιες λέξεις που θυμόμουν από παλιά.
Σαν από όνειρο η τραχιά φωνή ενός πατέρα να μου λέει κάτι για πυρήνα (ή για αιώνες-δε θυμάμαι καν) όπου κείτονται ποιητές.Και πάνω στην αναζήτηση αυτή διάβασα πολλά ποιήματα σπουδαίων ανδρών.Με διαπέρασε ρίγη για το πως κάθε στίχος είναι και μια απινίδωση.
Για το πως κάθε λέξη φέρνει ένα γαργάλημα στη μύτη,προμηνύοντας το αναπόφευκτο...
Άραγε δικαιολογημένα ο δαφνοστεφανομένος είναι ευρέως αποδεκτός;Και τότε τι τύχη έχουν τα κρυφά διαμαντάκια;Είναι καταδικασμένα αιώνια να περιηγούνται στα σοκάκια που χτίζουν οι σκιές των "επιφανών";
Και άλλα προβλημάτισαν τον (μάλλον) ελάχιστο νου μου.Πως σήμερα σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής,έχει χαθεί η λυρικότητα. Ή μάλλον δεν έχει χαθεί.Έχει μπερδευτεί σε μοντερνισμούς αυτοδημιούργητων "πολυτάλαντων" προσωπικοτήτων.Έχει μπερδευτεί με την πληροφορία που στέργουν τόσο οι αυτοαποκαλούμενοι νέοι ποιητές.
Έχει αποδεσμευτεί η μουσική από τις λέξεις...
Και όντως οι Ποιητές είναι χαμένοι στα βάθη των αιώνων (ή ό,τι άλλο έλεγε ο στίχος).

Και αντικρούω μόνη μου τον εαυτό μου σε αυτά που λέω προσθέτοντας ότι γενικεύω επικίνδυνα και κινδυνολογώ,αντιστρόφως ανάλογα με το νεαρό της ηλικίας μου.
Ωστόσο αναρωτιέμαι...Πόσο δυνατή μπορεί να είναι η φαντασία ώστε να υπερκαλύπτει το κενό που αφήνει η έλλειψη εικόνων;
Και κυρίως πόσο δυνατή είναι η ανάγκη να κάνει κανείς μουσική τα έντονα συναισθήματα...
Είμαστε αλήθεια τόσο κατακερματισμένοι,τόσο λαβωμένοι και κουρασμένοι από τη διαρκή πάλη μας να επιπλεύσουμε σαν φυσαλίδες ώστε δεν καλούμε πια τη λυρικότητα στη ζωή μας;
Μάλλον όχι...Μάλλον έχουμε γίνει κάτι πιο επικίνδυνο απ'ότι φανταζόμαστε...


"Κι άν αγαπάς τ’ ανθρώπινα κι’ όσα άρρωστα δεν είναι,
ρίξε αγιασμό και ξόρκισε τα ξωτικά, να φύγουν,
και τη ζωντάνια σπείρε του μ’ όσα γερά, δροσάτα."

Κ. Παλαμάς



Και κάπως έτσι γύρισε στον τόπο της
Λάχεσις,τη φώναζαν
Ανέγγιχτη,ανέπαφη,ατόφια
Τυλιγμένη σε ένα άσπρο σύννεφο
Και μας μίλησε με προφορά ξενική
Μας είπε πως η ζωή μα είναι μια βόλτα
Πως θα κινούμαστε αέναα όταν δε θα είμαστε
Κι όπως το βράδυ τρυπώνει κρυφά στο κρεβάτι
Έτσι έσβησε κι ο απόηχος της
Η γεύση που άφησε δεν ήταν ίαμα
Δεν είχε ίχνος από ιδρώτα,δάκρυ ή θαλασσόνερο
Ήταν μια γεύση στιφάδας και γης καμμένης.
Και το άγγιγμα της ήταν σαν πένας στο χαρτί
Χάραξε κι άφησε το αποτύπωμα της
Έπρεπε να χαράξει γιατί τα λόγια πετούν...
Αναρωτιόμασταν αν θα την ξαναδούμε
Ή ποια συνωμοσία την έφερε
Εδώ,τα δέντρα των Δελφών ουρλιάζουν
Ίσως ν'ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα τους
Όμως ανακάτεψε το μυαλό και τις αισθήσεις μας
Τόσο που νοιώθουμε πια ικανοποιημένοι!
Πως γίνεται να αποκτήσαμε αυτή την αίσθηση;
Έφταιγαν μήπως τα εβένινα μαλλιά της;
Ή μήπως το μαγευτικό γαλάζιο βλέμμα;
Ήταν Γυναίκα;...

Μείναμε μόνο να κοιτάμε το κενό
Αλλά μέσα ήμασταν γεμάτοι
Νοιώθαμε πως μπορούμε ν'αλλάξουμε
Και σιγά σιγά τα καταφέραμε
Κάναμε άλλες επιλογές
Ακολουθήσαμε δρόμους διαφορετικούς
Χρησιμοποιήσαμε την καρδιά μας πιο πολύ
Διαλέξαμε άλλους αρχηγούς
Κατασκευάσαμε άλλα όπλα
Χτίσαμε νέες πολιτείες.
Και όταν ξανάρθε είμασταν έτοιμοι.
Αλλά όχι γι'αυτό που θ'αντικρίζαμε μετά
(Κανείς δε μπορεί να είναι έτοιμος γι'αυτό)
Πέσαμε στα πόδια της και τα φιλήσαμε
Εκείνη έλαμπε χρυσή κι έπινε κρασί
Σκόρπισε λίγο κρασί στα χείλη μας και μας φίλησε
Κι έτσι χωρίσαμε...
Απλά και ήσυχα...
Αποσπαστήκαμε απ'τη μήτρα
Σε δευτερόλεπτα ξεχάσαμε τα πάντα
Ήχος θροΐσματος φτερών μιας πεταλούδας
Παίρνουμε μια βαθιά ανάσα
Κι ανοίγουμε τα μάτια...

Είναι όλα όπως περιμέναμε.
Όπως ακριβώς τα είχε προβλέψει
Εκείνη...
Κύκλοι και σπείρες
Η ζωή μας μια βόλτα...

About

Εδώ βρίσκουν καταφύγιο τυχαία όνειρα και σκέψεις.

The Singing Pervert

Lost Souls

The Ocean

The Ocean
The Beginning, the End