Υπήρχα πριν νοιώσω αυτή τη φρίκη
Spirit is dangerous.
"Thou shalt not heal until thou get hurt."
Spirit is reluctant.
"Thou shalt not cry until you breathe first."
Spirit is beyond forever.
"Thou shalt not exhale until the candle is out."
You cry when left alone.
You moan silently in shades.
And Spirit makes fun of you.
You drive in the middle of nowhere.
Spirit is your break and gear.
But you shall not be cleansed unless you get mud on your hands.
You shall not amuse yourself unless you walk among the beasts.
You always try.You sometimes fail.
Spirit is there hiding in shadows
Waiting for you to come out of the wardrobe
To devour you...
It follows you everywhere.
Your leecherous friend.Your beloved enemy.
And It commands you.It rules you.
Not to get up until you know what the soil tastes like.
Not to forget until you lick the blood from the wound.
Not to feel the water until you've felt the fire.
We have to deny it.Because we are "animals"...
It causes trouble for It breathes too loud.
When upset It can stir the stars and cook them.
"But what would I be without you?",you'' ask.
"You would be Pain and Beauty",It replies.
Oh you're sure It's mad.Try to get over it.
Pity...You can't.
Geist ist Geil
Reality breaks in like a needful crow
Words find more meaning in silence
I govern this body,so I am this body
But all I can think of are necessities
I walked the path of night for long
Dark light has not redeemed my soul
Playwriters cease to think at noon
So I have made my trap in twilight
My strenght comes out of my lungs
Deep within me merging from the sea-bed
I have forced the tides of creation upon me
Thus now I cherish those sleepless nights
Dreams become cruel when I wake up
Ghosts of my past come to life in present
Taking the form of people I have loved
Haunting me down till daylight screams
I see scarecrows gathering at churchyard
Praying in silence,silently weeping alone
I cannot feel the sympathy for them any more
Helpless as I am,I watch Eden's flowers decaying
My only wish; to overcome this night-neverending
I was denied every option I was given
I can only find myself curled up in wonders
Dwelling inside mirrors of retreat I cannot break
I have now split my body into six parts
One for each three years passing in time-lapse
And I have them hiding behind burning curtains
Till the essence of time melts away all miracles...
Στις παρυφές της νύχτας το έψαξα...
Μα δεν το βρήκα...
Το είχα χάσει τότε που νόμιζα ότι ήμουν κάτι.
Τότε που νόμιζα ότι είχα ύλη.
Τότε που το κλάμμα μου χρύσωνε το χαρτί μου.
Ο νους μου δε γεννάει πια μουσική...
Τυφλά ψάχνω στο σκοτάδι το άγγιγμα του.
Με αποφεύγει,κρύβεται.
Δε νοιώθει την ανάγκη μου.
Είχα υποσχεθεί ότι θα είμαι πάντα δίπλα του.
Και το εγκατέλειψα...
Δεν έχω ούτε ένα χαμόκλαδο να κρατηθώ πια.
Ούτε ένα μικρό κάρβουνο που να σιγοκαίει.
Όλα έχουν σβήσει...
"Θέλω να σε βρω.Μίλησε μου"
Σιωπή από παντού γύρω μου.
Και δε βλέπω ούτε να γυρίσω πίσω.
Χρειάζομαι την καθοδήγηση του.
Πως άραγε να το ξανάφερνα δίπλα μου;
Πως να γυρνούσε πάλι κοντά μου;
Να άνοιγα μια τρύπα στο κεφάλι μου
Να ξεχύνονταν από μέσα οι ευχές μου
Να το πλυμμήριζαν.
Και σα παλίρροια να το έφερναν πίσω σε μένα...
Δε βρίσκω νόημα πια στις λέξεις.
Δε βρίσκω νόημα στα τραγούδια.
Αναγνωρίζω μόνο πίκρα και φθόνο
Ούτε ο ωκεανός πια δε με καλεί στο πλάι του
Πάει καιρός που έχω να ακούσω τη φωνή του.
Γιατί κι εκείνος,εκείνο αποζητούσε.
Θα μάθω να ζω στο σκοτάδι.
Στον κόσμο τον τεχνοκρατικό.
Ήρεμα,πεζά,ανούσια...
Μια σταγόνα λαδιού ακόμα στην πετρελαιοκιλήδα
Ένα ακόμα ηλιοβασίλεμα πριν το ασημένιο δειλινό.
Κορμός που ράγισε από την πυρωμένη καρδιά επάνω του
Και όλα εκείνα που φωνάζουν όταν έρχονται οι Σκιες...
Στα λαγκάδια της Λιλιπούπολης
βγαίνει ένα λουλουδάκι
που το λεν Χρυσαλιφούρφουρο
και μοιάζει με χρυσό τριανταφυλλάκι.
Φύσα, φύσα το Χρυσαλιφούρφουρο,
φύσα το την ʼνοιξη να φέρεις.
Κι αν πετάξει σα φτερό και πούπουλο,
κάποιος σ' αγαπάει και δεν το ξέρεις.
Χρυσαφένια φλουράκια κρέμονται
κάτω από τα πέταλά του.
Και στου Ζέφυρου το παιχνίδισμα
σαν να κουδουνίζει κάπου κάπου.
Φύσα, φύσα το Χρυσαλιφούρφουρο,
που κρατάς την Άνοιξη στο χέρι
Κι αχ! Αν γίνει σκόνη και χρυσόσκονη,
κάποιον αγαπάς και δεν το ξέρει.